- συναφθεῖσα
- συνάπτωjoin togetheraor part pass fem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συναφθείσας — συναφθείσᾱς , συνάπτω join together aor part pass fem acc pl συναφθείσᾱς , συνάπτω join together aor part pass fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνάλλαγμα — Στην οικονομική γλώσσα, μέσο πληρωμής που χρησιμοποιείται στο διεθνές εμπόριο. Τα ξένα σ. είναι πιστωτικοί τίτλοι σε ξένο νόμισμα που –Όταν περιέλθουν στα χέρια των εξαγωγέων– με τη μεσολάβηση μιας τράπεζας παραχωρούνται από αυτήν στους… … Dictionary of Greek